αγουρίδα

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀγουρίς)
άγουρο σταφύλι
νεοελλ.
1. χυμός άγουρου σταφυλιού
2. κάθε άγουρος καρπός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀγουρὶς < ἄγουρος.
ΠΑΡ. αγουρίδι, αγουριδιάζω.
ΣΥΝΘ. αγουριδοζούμι].