αγριοκοιτάζω
From LSJ
Greek Monolingual
και -κοιτώ
κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρημα άγρια + κοιτάζω.
ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά].
και -κοιτώ
κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρημα άγρια + κοιτάζω.
ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά].