αγριοκοιτάζω
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
Greek Monolingual
και -κοιτώ
κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρημα άγρια + κοιτάζω.
ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά].