αγριοκοιτάζω

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

και -κοιτώ
κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρημα άγρια + κοιτάζω.
ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά].