αγριόγιδα

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

η και αγριογίδι και αγριόγιδο, το
1. αίγαγρος
2. ατίθαση κατοικίδια κατσίκα.