αίγαγρος
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
Greek Monolingual
ο (Α αἴγαγρος)
άγρια κατσίκα, αγριοκάτσικο, αγρινό, αγρίμι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ + ἀγρός. Η λ. ἀγρός χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, ως β' συνθ. σε μια σειρά από σύνθετα, στα οποία σημαίνει «τον άγριο»: σύαγρος, «άγριος συς» (αγριόχοιρος), βόαγρος, «άγριος βους», ἵππαγρος «άγριος ίππος».
ΠΑΡ. νεοελλ. αιγάγρειος, αιγάγριο.