αγροληπτικός

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αγρολήπτης
αυτός που σχετίζεται ή αναφέρεται στην αγροληψία.