αγρολήπτης

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

ο
γεωργός που καλλιεργεί μισθωμένο κτήμα, καταβάλλοντος ως ενοίκιο ένα προσυμφωνημένο ποσοστό τών παραγόμενων προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγρός + λήπτης < λαμβάνω.
ΠΑΡ. αγροληπτικός, αγροληψία].