αγχίγαμος

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

ἀγχίγαμος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κοντά στον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + γάμος.