αγχίπολις

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

ἀγχίπολις και ποιητ. ἀγχίπτολις (-εως), ο, η (Α)
αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά στην πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + πόλις.