αδελφοφαγιά

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

Greek Monolingual

και αδερφοφαγιά, η αδελφοφάνος
διχόνοια, φιλονικία μεταξύ αδελφών.