αδελφόπουλο

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

και αδερφόπουλο, το (θηλ. αδελφοπούλα και αδερφοπούλα) αδελφός
1. μικρός αδελφός ή αδελφή
2. αδελφός ή αδελφή οποιασδήποτε ηλικίας, χαϊδευτικά.