αδελφόπουλο

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

και αδερφόπουλο, το (θηλ. αδελφοπούλα και αδερφοπούλα) αδελφός
1. μικρός αδελφός ή αδελφή
2. αδελφός ή αδελφή οποιασδήποτε ηλικίας, χαϊδευτικά.