αδιάβλητος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάβλητος, -ον)
1. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε
2. που δεν μπορεί κανείς να τον διαβάλλει, απρόσβλητος από συκοφαντίες, ακατηγόρητος ανεπίληπτος
αρχ.
αυτός που δεν δίνει προσοχή στις συκοφαντίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαβλητός < διαβάλλω.