αδικιάρης

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source

Greek Monolingual

-α και -ισσα, -ικο αδικία
ο επιρρεπής στο να αδικεί τους άλλους, ο φιλάδικος, ο άδικος.