αδικομαζώνω
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
συγκεντρώνω πλούτη με αδικίες και παρανομίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + μαζώνω.
ΠΑΡ. αδικομάζωμα, αδικομάζωτος].