αδροπόρος

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source

Greek Monolingual

ἀδροπόρος -ον (Μ)
αυτός που έχει μεγάλους πόρους στο σώμα.