αδροπόρος

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source

Greek Monolingual

ἀδροπόρος -ον (Μ)
αυτός που έχει μεγάλους πόρους στο σώμα.