αδυναμώνω

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι αδύναμο, αδύνατο
2. είμαι αδύναμος, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδύναμος.
ΠΑΡ. αδυναμωτικός].