περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
1. κάνω κάτι αδύναμο, αδύνατο2. είμαι αδύναμος, αδύνατος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδύναμος.ΠΑΡ. αδυναμωτικός].