αείβολος

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀείβολος, -ον (Μ)
αυτός που ρίχνεται, εξακοντίζεται, βάλλεται συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + βόλος < βάλλω].