αεριούχος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει αέριο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + -ούχος < έχω
απόδοση στα Ελληνικά της γαλλ. φράσης contenant du gaz].