και αγεροκρέμαστος, -η, -οο δίχως σταθερή βάση, σαν να κρέμεται από τον αέρα, ασταθής, αβάσιμος («αεροκρέμαστα επιχειρήματα»).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + κρεμαστός < κρεμάζω].