αεροκρέμαστος

Greek Monolingual

και αγεροκρέμαστος, -η, -ο
ο δίχως σταθερή βάση, σαν να κρέμεται από τον αέρα, ασταθής, αβάσιμος («αεροκρέμαστα επιχειρήματα»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + κρεμαστός < κρεμάζω].