αερολέσχης Search Google

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

ἀερολέσχης, ο (Α)
αυτός που λέει μεγάλα και κούφια λόγια, καυχησιολόγος, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + λέσχης < λέσχη (= συνομιλία, φλυαρία)].