αερολέσχης
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
ἀερολέσχης, ο (Α)
αυτός που λέει μεγάλα και κούφια λόγια, καυχησιολόγος, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + λέσχης < λέσχη (= συνομιλία, φλυαρία)].