καυχησιολόγος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

ο καύχηση
αυτός που καυχιέται διαρκώς, αλαζόνας, κομπαστής.