αεροπληθής

Greek Monolingual

-ές
ο γεμάτος αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + -πληθής < πλήθος
η λ. πλάστηκε από τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, κατά το πρότυπο τών πολλών αρχαίων συνθέτων λ. σε -πληθής].