αερόφιλος

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά τον καθαρό αέρα, ο φίλος της ζωής της υπαίθρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + φίλος].