αηδονόστομος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που μιλά γλυκά, ευχάριστα, γλυκόλαλος, καλλίφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ αηδόνι + στόμα.