τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
(I)-η, -ο (Α ἀθέριστος, -ον) θερίζωαυτός που δεν θερίστηκε, αθέριγος.(II)ἀθέριστος, -ον (AM) ἀθερίζωμσν.αφρόντιστος, παραμελημένοςαρχ.αδιάφορος, αμελής.