αθέριστος

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἀθέριστος, -ον) θερίζω
αυτός που δεν θερίστηκε, αθέριγος.
(II)
ἀθέριστος, -ον (AM) ἀθερίζω
μσν.
αφρόντιστος, παραμελημένος
αρχ.
αδιάφορος, αμελής.