αθελγής

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ἀθελγής, -ές (Α) θέλγω
1. αυτός που δεν θέλγεται από κάτι
2. αυτός που δεν θέλγει.