ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
ἀθελξίνοος, -οον (Α) θελξίνοοςαυτός που δεν θέλγει, δεν μαγεύει, δεν ξεγελά το μυαλό«ἀθελξίνοοι Μοῦσαι».