αθελξίνοος
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Greek Monolingual
ἀθελξίνοος, -οον (Α) θελξίνοος
αυτός που δεν θέλγει, δεν μαγεύει, δεν ξεγελά το μυαλό
«ἀθελξίνοοι Μοῦσαι».