αθελξίνοος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἀθελξίνοος, -οον (Α) θελξίνοος
αυτός που δεν θέλγει, δεν μαγεύει, δεν ξεγελά το μυαλό
«ἀθελξίνοοι Μοῦσαι».