θελξίνοος

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξῐνοος Medium diacritics: θελξίνοος Low diacritics: θελξίνοος Capitals: ΘΕΛΞΙΝΟΟΣ
Transliteration A: thelxínoos Transliteration B: thelxinoos Transliteration C: thelksinoos Beta Code: qelci/noos

English (LSJ)

θελξίνοον, contr. θελξίνους, ουν, charming the heart, φίλτρα AP6.88 (Antiphan.); ἔαρ ib.10.15 (Paul. Sil.); Ἔρωτες Musae.147.

German (Pape)

[Seite 1193] den Verstand, das Herz bezaubernd, bestrickend; ἔρωτες Mus. 147; φίλτρα Antiphan. 1 (VI, 88); ἔαρ, ergötzend, Paul. Sil. 57 (X, 15).

Russian (Dvoretsky)

θελξίνοος: стяж. θελξίνους 2
1 зачаровывающий сознание, околдовывающий (φίλτρα Anth.);
2 чарующий, обольстительный (ἔαρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θελξίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, θέλγων, μαγεύων τὸν νοῦν, τὴν καρδίαν, φίλτρα Ἀνθ. Π. 6. 88· ἔαρ 10. 15· ἔρωτες Μουσαῖ. 147.

Greek Monotonic

θελξίνοος: ον, αυτός που μαγεύει το νου, σε Ανθ. Π.