αθεμιτοπραγία

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

και -πραξία, η
αθέμιτη, παράνομη πράξη, παρανομία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αθέμιτος + -πραγής < πράττω.