αθλοθετώ

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀθλοθετῶ) ἀθλοθέτης
απονέμω ή καθιερώνω βραβείο αγώνων.