αιγίπους

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

αἰγίπους (-ποδος), -ουν (Α)
ο αιγιπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ, -γὸς + πούς.