αιγοπρόσωπος Search Google

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

αἰγοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο κατσίκας.