Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
αἰγοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσωπο κατσίκας.