αἰγοπρόσωπος
From LSJ
English (LSJ)
αἰγοπρόσωπον, goat-faced, Hdt.2.46; stamped with a goat's face, Aët.7.101.
Spanish (DGE)
-ον
de rostro de cabra, ἄγαλμα Hdt.2.46, cf. Aët.7.101 (p.356).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de chèvre.
Étymologie: αἴξ, πρόσωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰγοπρόσωπος -ον αἴξ, πρόσωπον met een geitengezicht.
German (Pape)
mit einem Ziegengesicht, Her. 2.46.
Russian (Dvoretsky)
αἰγοπρόσωπος: с козьим лицом (τοῦ Πανὸς τὤγαλμα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον αἰγός, Ἡρόδ. 2 .46.
Greek Monotonic
αἰγοπρόσωπος: -ον (αἴξ, πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο κατσίκας, σε Ηρόδ.