αιλουροβοσκός

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

αἰλουροβοσκός, ο (Α)
(στην Αίγυπτο) αυτός που φροντίζει τους αίλουρους, τις ιερές γάτες (η λέξη απαντά σε επιγραφή).