αιλουροειδής
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
-ές Ζωολ.
1. ο όμοιος με αίλουρο ως προς κάποιο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα
2. αυτός που ανήκει στην ομώνυμη οικογένεια θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αίλουρος + -ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. aeluvoid].