αίλουρος
Greek Monolingual
ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος)
γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα
αργότερα και νυφίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η λ. παράγεται πιθ. από τα αἰόλος (< αἰελος) «γρήγορος, ευκίνητος, ορμητικός» και ουρά, οπότε η λ. θα σήμαινε αρχικά «το ζώο που κουνάει γρήγορα την ουρά» (πρβλ. Μ. Ετυμολ. «αίλουρος
παρά το αιόλλειν και ανάγειν την ουράν και κινείν»), αν δεν πρόκειται για παρετυμολογική ερμηνεία. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία, η λ. ανάγεται σε τ. Fai Fέρουρος (απο όπου το αἰέλουρος με ανομοίωση του ρ σε λ και σίγηση τών δυο F), συγγενή με το λατ. νῖ verra, λιθουαν, vaῖveris που σήμαιναν το «κουνάβι».
ΣΥΝΘ. αἰλουρόφθαλμος
αρχ.
αἰλουροπρόσωπος
μσν.- νεοελλ.
αιλουρόμορφος
νεοελλ.
αιλουροειδής].