Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμορραγώ

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

Greek Monolingual

(Α αἱμορραγῶ) αἱμορραγής
έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία
νεοελλ.
1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά
2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει.