αινιγματολύτης

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -λύτρια)
αυτός που καταγίνεται συστηματικά με τη λύση αινιγμάτων.