αισχρόβιος

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

-ία, -ιο (Μ αἰσχρόβιος)
αυτός που ζει αισχρή, ακόλαστη ζωή, εξώλης και προώλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + βίος.