αιχμαλωτισμός
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
αἰχμαλωτισμός, ο (Μ) αἰχμαλωτίζω
σύλληψη αιχμαλώτου, αιχμαλωσία.
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
αἰχμαλωτισμός, ο (Μ) αἰχμαλωτίζω
σύλληψη αιχμαλώτου, αιχμαλωσία.