ακέστωρ

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

ἀκέστωρ (-ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α)
ο ακεστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία.