ακίνδυνος
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκίνδυνος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν προκαλεί κινδύνους, δεν εκθέτει σε κινδύνους
«ακίνδυνος άνθρωπος», «ακίνδυνη επιχείρηση», «ἀκίνδυνος βίος» (Ευρ.), «ἀκίνδυνοι ἀρεταὶ» (Πίνδ.), «ἀκίνδυνοι πυρετοὶ» (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κίνδυνος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκινδυνότης, ἀκινδυνώδης.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀκινδυνόφρων.