ἀκινδυνότης
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
-ητος, ἡ, freedom from danger, Gal.9.491.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ falta de peligro Gal.9.491.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκινδῡνότης: -ητος, ἡ, τὸ μὴ εἶναι ἐν κινδύνῳ, ἔλλειψις κινδύνου, Γαλην. τόμ. 9, σ. 491.
Greek Monolingual
ἀκινδυνότης, η (Α) ἀκίνδυνος
έλλειψη κινδύνου, ασφάλεια.
German (Pape)
ητος, ἡ, das Ungefährdetsein, Galen.