ακαδημαΐζω

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

1. ακολουθώ τις απόψεις της ακαδημίας
2. υποπίπτω σε ακαδημαϊσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ακαδημία + -αΐζω].