απίστευτος
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει πιστευτός, ο απίθανος
2. πρωτάκουστος, εκπληκτικός.
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
-η, -ο
1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει πιστευτός, ο απίθανος
2. πρωτάκουστος, εκπληκτικός.