ακαταπολέμητος

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπολέμητος� -ον) καταπολεμῶ
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταπολεμήσει, ο ακαταγώνιστος.