ακομπανιάρω

Greek Monolingual

συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή κάποιον που τραγουδά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. accompagnare «συνοδεύω».
ΠΑΡ. ακομπανιάριστος, ακομπανιάρισμα].