ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
-ή, -ό ακονίζω1. ο κατάλληλος για ακόνισμα2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ακονιστικάαμοιβή για το ακόνισμα.