ακονιστικός

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ακονίζω
1. ο κατάλληλος για ακόνισμα
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ακονιστικά
αμοιβή για το ακόνισμα.