ακρινός

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό άκρα
1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακραίος, ακριανός
2. τελευταίος.