Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακροβολιστικός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκροβολιστικός, -ή, -όν) ἀκροβολιστής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ακροβολιστές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται για βολή, ως όπλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκροβολιστικά
όπλα, βλήματα.