ακροβολιστικός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκροβολιστικός, -ή, -όν) ἀκροβολιστής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ακροβολιστές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται για βολή, ως όπλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκροβολιστικά
όπλα, βλήματα.