ακτινογραφικός

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ακτινογραφία
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε ακτινογραφία.